Main menu

Ιστορία

Η λέξη μπίρα προέρχεται από τη λέξη "ber", η οποία ετυμολογικά έχει τις ρίζες της στο λατινικό "bibere" που σημαίνει "πίνω". Η πρώτη λεπτομερής αναφορά για τη μπίρα συναντάται στους Σουμέριους πριν από 5.000 χρόνια. Σε πήλινες επιγραφές που βρέθηκαν στη Μεσοποταμία, αναφέρονται περισσότεροι από 20 τύποι μπίρας, με πιο γνωστή τη Sikaru (υγρό ψωμί).

Στη Βαβυλωνία, το 2000 π.Χ., ο βασιλιάς Χαμουραμπί κατέγραψε προδιαγραφές σχετικές με τη διαδικασία της παρασκευής και του σερβιρίσματος της.

Για τους Αιγυπτίους η μπίρα ήταν αντικείμενο προσφοράς στους θεούς, μέσο πληρωμής των εργατών και γιατρικό των επιδημιών.

Ο Ιπποκράτης θεωρούσε τη μπίρα πολύτιμο φάρμακο. Ο Όμηρος περιγράφει πως ο Αλκίνοος, ο βασιλιάς των Φαιάκων, είχε στο παλάτι του κρατήρες γεμάτους κρίθινον οίνον (μπίρα).

Οι Ρωμαίοι πρότειναν στις γυναίκες που θήλαζαν να πίνουν μπίρα γιατί πίστευαν ότι τις βοηθούσε να παράγουν περισσότερο γάλα για το θηλασμό.

Οι Γαλάτες ονόμαζαν την μπίρα Cerevisia, προς τιμήν της θεάς της συγκομιδής Ceres. Σήμερα οι Γάλλοι ισχυρίζονται ότι το μαγικό φίλτρο του Αστερίξ είχε ως βάση τη μπίρα.

Κατά το μεσαίωνα, ο Άγιος Arnould νίκησε τη χολέρα με τη βοήθεια της μπίρας, που παρασκευαζόταν αποκλειστικά σε μοναστήρια του Βελγίου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας.

Τον 19ο αιώνα ο Γάλλος επιστήμονας Louis Pasteur ανακάλυψε τους ζυμομύκητες για την αλκοολική ζύμωση. Η άνθηση της βιομηχανίας και η ανακάλυψη της μεθόδου της παστερίωσης έδωσαν νέα ώθηση στην ανάπτυξη της ζυθοποιίας.

Γενικά

Η μπίρα εκτός από το ότι είναι ένα αλκοολούχο ποτό έχει και την ιδιότητα του αναψυκτικού που οφείλεται στο ανθρακικό που περιέχει.

Από τα αλκοολούχα ποτά η μπίρα έχει το χαμηλότερο ποσοστό αλκοόλης (0,5-9,0 %).

Η μέση κατανάλωση μπίρας στην Ελλάδα είναι 40 λίτρα το άτομα ενώ στην Ευρώπη είναι 80 λίτρα.

Η μπίρα είναι ένα φυσικό και υγιεινό προϊόν. Οι πρώτες ύλες από τις οποίες παρασκευάζεται είναι το νερό, η βύνη κριθαριού, ο λυκίσκος και η μαγιά.

Πρώτες ύλες

Το νερό είναι το πιο βασικό συστατικό της μπίρας (ποσοστό περίπου 93%) το οποίο όμως υπόκειται σε ειδική κατεργασία.

Η βύνη είναι το κριθάρι όπου έχει υποστεί διαβροχή και βλάστηση (το άμυλο μετατρέπεται σε σάκχαρα) και στη συνέχεια υποβάλλεται σε φρύξη όπου ξηραίνεται και παίρνει το κατάλληλο χρώμα και άρωμα. Όσο ψηλότερη η θερμοκρασία της φρύξης τόσο πιο σκούρο το χρώμα της μπίρας.

Ο λυκίσκος, ένα αναρριχόμενο φυτό που ευδοκιμεί σε χώρες με ψυχρό κλίμα, προσδίδει την χαρακτηριστική πικράδα (που προέρχεται από τις ρητίνες του) και το άρωμα (που προέρχεται από τα αιθέρια έλαιά του).

Η μαγιά είναι σακχαρομύκητες που μετατρέπουν τα σάκχαρα του γλεύκους της βύνης σε αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακος. Ο τύπος της μαγιάς επηρεάζει σημαντικά τη γεύση και το άρωμα της μπίρας.

Παραγωγή

Η παραγωγική διαδικασία της μπύρας αποτελείται από τέσσερα βασικά στάδια:

Α) Βυνοποίηση: μετατροπή του κριθαριού σε βύνη

Β) Ζυθοποίηση: μετατροπή της βύνης σε γλεύκος δηλαδή άλεση βύνης, σακχαροποίηση, διήθηση και βρασμό γλεύκους, όπου προστίθεται ο λυκίσκος. Στη συνέχεια ψύχεται και αερίζεται.

Γ) Ζύμωση: προσθήκη μαγιάς στο γλεύκος και ζύμωση σε ειδικά δοχεία. Η μαγιά μετατρέπει τα σάκχαρα σε αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα

Δ) Ωρίμανση για μεγάλο χρονικό διάστημα όπου η μπίρα υφίσταται φυσική διαύγαση και παίρνει το χαρακτηριστικό της άρωμα.

Ε) Φιλτράρισμα με αποτέλεσμα να πάρουμε καθαρή μπίρα και ανθράκευση με το διοξείδιο του άνθρακα που είχε παραχθεί κατά τη ζύμωση.

ΣΤ) Συσκευασία (φιάλη, κουτί, βαρέλι): Πλύσιμο συσκευασίας, γέμισμα, παστερίωση, επισήμανση (ετικέτες), αποθήκευση.

Κατηγορίες μπίρας

Μπίρες που παράγονται από βυθοζύμη η μαγιά κατακάθεται στον πυθμένα του δοχείου ζύμωσης. Πρόκειται για μπίρες τύπου Lager, με ανοιχτό χρώμα (ξανθιές) οι οποίες αποτελούν το 90% της παγκόσμιας παραγωγής μπίρας. Εδώ ανήκουν και οι μπίρες Pils ή Pilsener με πιο έντονο άρωμα και γεύση λυκίσκου, και οι μπίρες Bock (μαύρες), Munich και Dortmunder (από τις ομώνυμες Γερμανικές πόλεις).

Μπίρες που παράγονται από αφροζύμη η μαγιά ανεβαίνει στην επιφάνεια του δοχείου ζύμωσης. Πρόκειται για μπίρες τύπου Ale, με σκούρο χρώμα (κόκκινο-μαύρο) που αποτελούν το 10% της παγκόσμιας παραγωγής μπίρας. Εδώ ανήκουν οι μπίρες Stout και Porter, οι οποίες έχουν έντονο άρωμα βύνης, οι μπίρες weiss οποίες έχουν σαν πρώτη ύλη, εκτός από κριθάρι, και σιτάρι και περιέχουν μαγιά καθώς και οι μοναστηριακές μπίρες που παράγονται σε μοναστήρια του Βελγίου (trappist beers). Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις με επαναζύμωση μέσα στη συσκευασία.

Μια ειδική κατηγορία ζύθου είναι οι μπίρες με χαμηλή αλκοόλη (low alcohol), μηδενική (free alcohol), καθώς και μπίρες με λιγότερες θερμίδες (light beers).

Μπίρα και υγεία

Όπως σε κάθε φυσική τροφή έτσι και στη μπίρα υπάρχουν πολλά ωφέλιμα συστατικά:

1) αντιοξειδωτικές ουσίες: προέρχονται από το κριθάρι και τον λυκίσκο και δρουν προστατευτικά έναντι του καρκίνου και των καρδιοαγγειακών παθήσεων.

2) Βιταμίνες της ομάδας Β που προέρχονται από το κριθάρι και τη μαγιά και μειώνουν τον κίνδυνο των καρδιοαγγειακών παθήσεων και δρουν ευεργετικά για τις παθήσεις του δέρματος.

3) Ανόργανα συστατικά (μεταλλικά άλατα και ιχνοστοιχεία): Προέρχονται από το κριθάρι και το νερό και προστατεύουν από τη δημιουργία πέτρας στην χολή και τους νεφρούς.

4) Οι πικρές ουσίες του λυκίσκου βοηθούν στην καταπολέμηση ορισμένων ειδών καρκίνου, δρουν κατά της οστεοπόρωσης και έχουν αγχολυτική και καταπραϋντική δράση.

5) Σάκχαρα / δεξτρίνες, δέκα απαραίτητα αμινοξέα: Προέρχονται από το κριθάρι και είναι απαραίτητα για τη σωστή ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού.

Η λογική κατανάλωση μπίρας δεν παχαίνει. Συνήθως αυτά που παχαίνουν είναι αυτά που συνοδεύουν τη μπίρα (πατατάκια, αλλαντικά, τυριά). Πχ. Μία μικρή φιάλη μπίρας (330 ml) έχει 125 θερμίδες, ένα κανονικό χάμπουργκερ (100 γραμ.) έχει 250 θερμίδες και μία μερίδα πατατάκια (100 γραμ.) έχει 500 θερμίδες.

Η μπίρα στο ποτήρι

Όσο πιο φρέσκια είναι η μπίρα τόσο καλύτερη είναι η γεύση και το άρωμά της.

Η θερμοκρασία σερβιρίσματος της μπίρας μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα και ανάλογα με την κατηγορία της. Στην Ελλάδα και γενικά σε χώρες με θερμό κλίμα, η μπίρα Lager σερβίρεται σε θερμοκρασίες 6-8 C.

Οι μπίρες τύπου Ale ή Weiss σερβίρονται σε θερμοκρασίες 10-12 C ώστε να αναδεικνύεται καλύτερα η γεύση και το άρωμά τους.

Οι ειδικοί (ζυθοποιοί) προτείνουν κατά το γέμισμα του κατάλληλου ποτηριού να δημιουργείται αφρός ώστε να γίνεται πιο ελκυστική επειδή τα αρωματικά συστατικά της μπίρας είναι πτητικά ("ανεβαίνουν" προς τα πάνω και συναντούν / συγκρατούνται από τον αφρό).

Η μπίρα είναι ένα ευαίσθητο προϊόν και χρειάζεται μέτρα προστασίας. Πρέπει να αποφεύγεται η έκθεσή της στο ηλιακό φως, η αποθήκευσή της σε χώρο με υγρασία και υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες. Πρέπει να καταναλώνεται πριν από το χρόνο λήξεως. Και μην ξεχνάμε ότι όσο πιο φρέσκια είναι, τόσο καλύτερη η γεύση και το άρωμά της.

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό Επιλογές της Μακεδονίας της Κυριακής στις 20 Αυγούστου 2006.